κισσό-δετος

κισσό-δετος

κισσό-δετος, mit Epheu gebunden, gekränzt, Nonn. 14, 262.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μολυβδόδετος — και μολιβδόδετος, ον (Α) δεμένος, στερεωμένος με μόλυβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + δετός (< δέω (ΙΙ) «δένω»), πρβλ. κισσό δετος, χαλκό δετος] …   Dictionary of Greek

  • κισσόδετος — κισσόδετος, ον (Α) στεφανωμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + δετος (< δέω «δένω»), πρβλ. γομφό δετος, χρυσό δετος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”