κεράμιος

κεράμιος

κεράμιος, = κεράμειος, irden, thönern; πλίνϑοι κεράμιαι Xen. An. 3, 4, 7; Folgde; oft v. l. für κεράμεος u. κεραμεοῦς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεράμιος — of clay masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράμιος — α, ο(ν) (Α κεράμιος, ία, ον) [κέραμος] 1. κεράμειος*. 2. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο(ν) αγγείο από πηλό, πήλινο αγγείο, υδρία («οἴνου δὲ κεράμια χίλια», Ξεν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κεράμιο γένος ροδοφυκών τής οικογένειας ceramiaceae αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • κεράμιο(ν) — το (ΑΜ κεράμιον) βλ. κεράμιος …   Dictionary of Greek

  • κεραμίοις — κεράμιον earthenware vessel neut dat pl κεράμιος of clay masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμίου — κεράμιον earthenware vessel neut gen sg κεράμιος of clay masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμίων — κεράμιον earthenware vessel neut gen pl κεράμιος of clay masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμίῳ — κεράμιον earthenware vessel neut dat sg κεράμιος of clay masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράμι' — κεράμια , κεράμιον earthenware vessel neut nom/voc/acc pl κεράμιε , κεράμιος of clay masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράμιον — earthenware vessel neut nom/voc/acc sg κεράμιος of clay masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”