- κεράεις
κεράεις, εσσα, εν, gehörnt, Nic. Al. 135.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεράεις, εσσα, εν, gehörnt, Nic. Al. 135.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεράεις — κεράεις, εσσα, εν (Α) [κέρας] κερόεις* … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek