- κεράτωσις
κεράτωσις, ἡ, das Hörneraufsetzen, zum Hahnrei Machen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεράτωσις, ἡ, das Hörneraufsetzen, zum Hahnrei Machen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεράτωση — (I) η ιατρ. κάθε έπαρμα τού δέρματος που προέρχεται από υπερβολική ανάπτυξη τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratosis]. (II) η (Μ κεράτωσις) [κερατώνω] το κεράτωμα, η διάπραξη μοιχείας … Dictionary of Greek