κεράστης

κεράστης

κεράστης, gehörnt; ἔλαφος Soph. El. 558; vom Widder, Eur. Cycl. 52 u. Sp.; – als subst., , die Hornschlange, Nic. Th. 260 D. Sic. 3, 508. Emp. adv. log. 1, 252; – auch ein der Feige schädlicher Käfer, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεραστής — one that mixes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράστης — horned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράστης — (Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις… …   Dictionary of Greek

  • κεραστής — (Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις… …   Dictionary of Greek

  • κεραστής — ο αυτός που κερνάει ποτά: Ο κεραστής απόθανε κι ο γιος του πάει στην Πόλη (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεραστῶν — κεράστης horned masc gen pl κεραστής one that mixes masc gen pl κεραστός mixed fem gen pl κεραστός mixed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράσται — κεράστης horned masc nom/voc pl κεράστᾱͅ , κεράστης horned masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασταί — κεραστής one that mixes masc nom/voc pl κεραστός mixed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραστοῦ — κεραστής one that mixes masc gen sg κεραστός mixed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραστίδα — κεράστης horned fem acc sg κεραστίς horned fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραστίδος — κεράστης horned fem gen sg κεραστίς horned fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”