κεράστις

κεράστις

κεράστις, ιδος, ἡ, fem. zu κεράστης, gehörnt, Aesch. Prom. 677.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεραστίς — κεραστίς, ίδος, ἡ (Α) (θηλ. τού κεραστής*) η Ιώ με τα κέρατα αγελάδας …   Dictionary of Greek

  • κεραστίς — κεράστης horned fem nom sg κεραστίς horned fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράστης — (Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις… …   Dictionary of Greek

  • κεραστίδα — κεράστης horned fem acc sg κεραστίς horned fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραστίδος — κεράστης horned fem gen sg κεραστίς horned fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραστίν — κεράστης horned fem acc sg κεραστίς horned fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”