- κεραμήϊος
κεραμήϊος, ion. u. ep. = κεράμειος; Hom. ep. 14, 14; Nic. Ther. 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραμήϊος, ion. u. ep. = κεράμειος; Hom. ep. 14, 14; Nic. Ther. 80.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραμήιος — κεραμήϊος, ίη, ον, θηλ. και κεραμηΐς (Α) βλ. κεράμειος … Dictionary of Greek
κεραμήιον — κεραμήϊον , κεραμεῖον potter s workshop neut nom/voc/acc sg κεραμήιος masc acc sg κεραμήιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράμειος — α, ο (Α κεράμειος, ον και ιων. τ. κεραμήϊος, ίη, ιον) [κέραμος] κατασκευασμένος από πηλό, πήλινος («μηδὲν ἀργυροῡν, ἀλλὰ κεράμεια πάντα προσφέρειν καὶ παρατιθέναι τοὺς ὑπηρέτας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κεραμήια — κεραμήϊα , κεραμεῖον potter s workshop neut nom/voc/acc pl κεραμήιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)