- γεραίτερος
γεραίτερος, -τατος, compar. u. superl. zu γεραιός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεραίτερος, -τατος, compar. u. superl. zu γεραιός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γεραίτερος — γεραιός old masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεραιός — γεραιός, ά, όν (Α) Ι. 1. σεβαστός, σεβάσμιος 2. αρχαίος, παλαιός (< «γεραιὰ πόλις») 3. γέρικος, γερασμένος («γεραιὸν σῶμα», «γεραιὰ χείρ») II. 1. (συγκρ.) γεραίτερος, α, ον (συνήθως ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) oἱ γεραίτεροι οι γέροντες, οι προεστοί… … Dictionary of Greek