- γερανο-βοσία
γερανο-βοσία, ἡ, das Kranichnähren, -halten, auch γερανο-βοτία geschrieben; Plat. Polit. 264 a; Poll. 9, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γερανο-βοσία, ἡ, das Kranichnähren, -halten, auch γερανο-βοτία geschrieben; Plat. Polit. 264 a; Poll. 9, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χηνοβοσία — ἡ, Α η χηνοβοσκία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + βοσία (< βοτος < βόσκω), πρβλ. γερανο βοσία] … Dictionary of Greek