κερδαλέος — crafty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλέος — α, ο (Α κερδαλέος, α, ον, θηλ. και κερδαλέη και κερδαλή) [κέρδος] αυτός που αποφέρει κέρδος, επωφελής, επικερδής («τὰς τ ἐμπορίας, τὰς κερδαλέας πρός τόν μάντιν κατεροῡσιν». Αριστοφ.) αρχ. 1. δόλιος, πανούργος, πονηρός, κατεργάρης («κερδαλέος κ… … Dictionary of Greek
κερδαλεώτερον — κερδαλέος crafty adverbial comp κερδαλέος crafty masc acc comp sg κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc comp sg κερδαλέος crafty masc acc sg (ionic) κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεώτατον — κερδαλέος crafty masc acc superl sg κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc superl sg κερδαλέος crafty masc acc sg (ionic) κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεώτατα — κερδαλέος crafty adverbial superl κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc superl pl κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλέα — κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc pl κερδαλέᾱ , κερδαλέος crafty fem nom/voc/acc dual κερδαλέᾱ , κερδαλέος crafty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεωτάτη — κερδαλέος crafty fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) κερδαλέος crafty fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεώτατοι — κερδαλέος crafty masc nom/voc superl pl κερδαλέος crafty masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεώτερα — κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc comp pl κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεώτεροι — κερδαλέος crafty masc nom/voc comp pl κερδαλέος crafty masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεώτερος — κερδαλέος crafty masc nom comp sg κερδαλέος crafty masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)