κεραμευτής

κεραμευτής

κεραμευτής, , dasselbe, erst Sp.; vgl. Lob. zu Phryn. 316.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεραμευτής — κεραμευτής, ὁ (Α) [κεραμεύω] ο κεραμέας …   Dictionary of Greek

  • κεραμευτικός — ή, ό (ΑΜ κεραμευτικός, ή, όν) [κεραμευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην τέχνη του 2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού κεραμέα, η κεραμική 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεραμευτικά πήλινα είδη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”