- κιρκήσια
κιρκήσια, τά, ludi circenses, Arr. Epict. 4, 10, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιρκήσια, τά, ludi circenses, Arr. Epict. 4, 10, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιρκήσια — ludi Circenses neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρκήσιον — κιρκήσιον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τὰ κιρκήσια (ενν. ἀγωνίσματα) οι αγώνες που γίνονταν στον ρωμαϊκό ιππόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. circensis (Circenses ludi) < circus «ιππόδρομος» < circus «κύκλος»] … Dictionary of Greek