- κεραύνειος
κεραύνειος, Ζεύς, der den Donnerkeil schleudert, Bian. 13 (VII, 49).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραύνειος, Ζεύς, der den Donnerkeil schleudert, Bian. 13 (VII, 49).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραύνειος — κεράνειος, ον (Α) [κεραυνός] αυτός που εξακοντίζει τον κεραυνό … Dictionary of Greek
κεραυνείῳ — κεραύνειος wielding the thunder masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… … Dictionary of Greek
κεραύνιος — α, ο (ΑΜ κεραύνιος, ία ον, Α καί ος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος 2. κεραύνειος* 3. το αρσ.… … Dictionary of Greek