κεραϊστής

κεραϊστής

κεραϊστής, , 1) der Verwüster, Plünderer, Dieb, H. h. Merc. 336. – 2) = κεράστης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεραιστής — κεραϊστής , κεραιστής plunderer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραϊστή — κεραϊστής, ὁ (Α) [κεραΐζω] 1. ληστής, καταστροφέας 2. (κατά τον Ησύχ.) καταστρεπτικός κομήτης …   Dictionary of Greek

  • κεραΐζω — (ΑΜ) φονεύω, κατασφάζω (α. «τὰ κτήνη...κεραΐσαι τοῑς ξίφεσι», Σαθ. β. «Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. λεηλατώ, καταστρέφω, ερημώνω (α. «σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον», Ομ. Ιλ. β. «εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας», Ευρ.) 2. (σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • κεραισταί — κεραϊσταί , κεραιστής plunderer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραιστήν — κεραϊστήν , κεραιστής plunderer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”