- κεραυνο-φαής
κεραυνο-φαής, ές, wie der Blitz leuchtend, πῦρ Eur. Tr. 1103.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραυνο-φαής, ές, wie der Blitz leuchtend, πῦρ Eur. Tr. 1103.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραυνοφαής — κεραυνοφαής, ές (Α) αυτός που λάμπει σαν κεραυνός («κεραυνοφαὲς πῡρ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + φαής (< φάος), πρβλ. νυκτι φαής, κεραυνο φαής] … Dictionary of Greek
λεπτοφαής — ή λεπτοφανής, ές (Α) αυτός που λάμπει αμυδρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + φαής (< φάος), πρβλ. κεραυνο φαής, νυκτι φαής. Ο τ. λεπτοφανής < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + φανής (< φαίνω), πρβλ. κατα φανής, νυκτι φανής] … Dictionary of Greek
μισοφαής — μισοφαής, ές (ΑΜ) αυτός που μισεί το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + φαής (< φάος «φως, λάμψη»), πρβλ. κεραυνο φαής, λευκο φαής] … Dictionary of Greek