κεραστικός

κεραστικός

κεραστικός, mischend. – Adv., Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεραστικός — κεραστικός, ή, όν (Α) [κεραστής] αυτός που χρησιμεύει ως ποτό για κέρασμα. επίρρ... κεραστικῶς αναμεμιγμένα …   Dictionary of Greek

  • επικεραστικός — ἐπικεραοτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανακατώνει τα υγρά ή τους χυμούς 2. αυτός που μετριάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεραστικός (< κεραστής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”