κερχαλέος

κερχαλέος

κερχαλέος, trocken, rauh, heiser, βήξ, Hippocr. u. a. Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κερχαλέος — κερχαλέος, ή κερχναλέος, α, ον (Α) τραχύς, ξερός, βραχνός («βὴξ κερχ[ν]αλέος», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Β. λ. κέρχνος) …   Dictionary of Greek

  • κερχαλέη — κερχαλέος rough fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερχναλέος — κερχναλέος, α, ον (Α) δ. γρφ. τού κερχαλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφυρμό τών κέρχνος (II) και κερχαλέος] …   Dictionary of Greek

  • κερχαλέα — κερχαλέᾱ , κερχαλέος rough fem nom/voc/acc dual κερχαλέᾱ , κερχαλέος rough fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερχανά — κέρχανα ή κερχάνεα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀστέα καὶ ῥίζαι ὀδόντων». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα κερχαλέος «ξηρός», κέρχνος «τραχύς»] …   Dictionary of Greek

  • υποκερχαλέος — και ὑποκερχναλέος, α, ον, Α λίγο βραχνός· [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κερχαλέος / κερχναλέος «σκληρός, ξηρός, τραχύς»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”