- προ-οχεύω
προ-οχεύω, vorher bespringen, Arist. gen. an. 3, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-οχεύω, vorher bespringen, Arist. gen. an. 3, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προωχευμένα — πρό ὀχεύω cover perf part mp neut nom/voc/acc pl προωχευμένᾱ , πρό ὀχεύω cover perf part mp fem nom/voc/acc dual προωχευμένᾱ , πρό ὀχεύω cover perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προωχεύθησαν — πρό ὀχεύω cover aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβιβάζω — ΝΜΑ προάγω κάποιον σε ανώτερο βαθμό ή σε ανώτερη τάξη νεοελλ. (ιδίως για μαθητές) προάγω στην αμέσως ανώτερη τάξη («ο δάσκαλος τόν προβίβασε τελικά από την πρώτη στη δευτέρα») αρχ. 1. κάνω κάποιον να φτάσει κάπου, οδηγώ, φέρω προς τα εμπρός 2.… … Dictionary of Greek