- γαύρᾱξ
γαύρᾱξ, ᾱκος, ion. γαύρηξ, ὁ, Großprahler, Hesych.; Alc. bei D. L. 1, 81, mss. γαύρικα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαύρᾱξ, ᾱκος, ion. γαύρηξ, ὁ, Großprahler, Hesych.; Alc. bei D. L. 1, 81, mss. γαύρικα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλάκας — ο, η (AM βλάξ, βλακός, ο, η) μωρός, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βλάξ φέρει επίθημα ᾱκ , που χρησιμοποιείται στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων της αττικής κυρίως κωμωδίας (πρβλ. γαύρᾱξ, πλούτᾱξ, στόμφᾱξ κ.ά). Πρόκειται μάλλον για πρωταρχικό… … Dictionary of Greek