- κνόος
κνόος, ὁ, zsgz. κνοῠς, ion. = χνόος. Vgl. auch das Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνόος, ὁ, zsgz. κνοῠς, ion. = χνόος. Vgl. auch das Vorige.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνους — κνοῡς και κνόος, ὁ (Α) 1. το μέρος τού τροχού που βρίσκεται προς το άκρο τού άξονα 2. κρότος βημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρμ. παρ. τού κνύω*] … Dictionary of Greek