- γνωμίδιον
γνωμίδιον, τό, dim. zu γνώμη, Meinung, Ar. Equ. 100 Nubb. 320; Luc. Paras. 42; Alciphr. 3, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γνωμίδιον, τό, dim. zu γνώμη, Meinung, Ar. Equ. 100 Nubb. 320; Luc. Paras. 42; Alciphr. 3, 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γνωμίδιον — γνωμίδιον, το (Α) [γνώμη] γνωμικό, απόφθεγμα … Dictionary of Greek
γνωμίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμιδίων — γνωμίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμιδίῳ — γνωμίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμίδια — γνωμίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμιδιώκτης — γνωμιδιώκτης, ο (Α) αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του γνωμίδια, αποφθέγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γνωμιδιώκτης αντί γνωμιδιοδιώκτης < γνωμίδιον + διώκτης, με απλολογία] … Dictionary of Greek