- γνωμονικός
γνωμονικός, 1) urtheilsfähig, einsichtsvoll, Xen. Mem. 4, 2, 10; τῶν στρατειῶν Plat. Rep. V, 467 c. – 2) zur Sonnenuhr gehörig; ἡ γνωμονική, Kunst, Sonnenuhren zu machen, Vitr.; vgl. Anthol. XIV, 139.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γνωμονικός, 1) urtheilsfähig, einsichtsvoll, Xen. Mem. 4, 2, 10; τῶν στρατειῶν Plat. Rep. V, 467 c. – 2) zur Sonnenuhr gehörig; ἡ γνωμονική, Kunst, Sonnenuhren zu machen, Vitr.; vgl. Anthol. XIV, 139.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γνωμονικός — γνωμονικός, ή, όν (Α) [γνώμων] 1. αρμόδιος να γνωμοδοτεί για κάτι 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλιακά ρολόγια 3. το θηλ. ως ουσ. γνωμονική, η (Α γνωμονική) η τέχνη τής κατασκευής γνωμόνων, ηλιακών ρολογιών … Dictionary of Greek
γνωμονικός — judging by rule masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικά — γνωμονικός judging by rule neut nom/voc/acc pl γνωμονικά̱ , γνωμονικός judging by rule fem nom/voc/acc dual γνωμονικά̱ , γνωμονικός judging by rule fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικῶν — γνωμονικός judging by rule fem gen pl γνωμονικός judging by rule masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικόν — γνωμονικός judging by rule masc acc sg γνωμονικός judging by rule neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικαῖς — γνωμονικός judging by rule fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικοῖς — γνωμονικός judging by rule masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικοί — γνωμονικός judging by rule masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικοῦ — γνωμονικός judging by rule masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικούς — γνωμονικός judging by rule masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικωτέροις — γνωμονικός judging by rule masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)