- γνωστήρ
γνωστήρ, ῆρος, ὁ, Bürge, Zeuge für eine ihm bekannte Wahrheit, καὶ ἐγγυητής Xen. Cyr. 6, 2, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γνωστήρ, ῆρος, ὁ, Bürge, Zeuge für eine ihm bekannte Wahrheit, καὶ ἐγγυητής Xen. Cyr. 6, 2, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γνωστήρ — γνωστήρ, ο (Α) [γιγνώσκω] ο εγγυητής … Dictionary of Greek
γνωστήρ — one that knows masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστῆρα — γνωστήρ one that knows masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστῆρας — γνωστήρ one that knows masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
γνωστός — ή, ό (AM γνωστός, ή, όν) 1. αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. φανερός 3. γνώριμος, οικείος αρχ. μσν. 1. αυτός ο οποίος είναι δυνατόν να αναγνωριστεί 2. επίσημος, ξακουστός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γνωστά συμπτώματα, σημάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το… … Dictionary of Greek
γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… … Dictionary of Greek
ĝen-2, ĝenǝ-, ĝnē-, ĝnō- — ĝen 2, ĝenǝ , ĝnē , ĝnō English meaning: to know Deutsche Übersetzung: “erkennen, kennen” Note: for the avoidance of the homonyms 1. ĝen are often used with various with ĝnōverbal forms. Material: O.Ind. jünü mi “I… … Proto-Indo-European etymological dictionary