- γνωρισμός
γνωρισμός, ὁ, das Bekanntmachen, Arist. anal. post. 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γνωρισμός, ὁ, das Bekanntmachen, Arist. anal. post. 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γνωρισμός — making known masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωρισμός — ο (AM γνωρισμός) [γνωρίζω] 1. η γνωριμία 2. η αναγνώριση (αρχ. μσν.) (νομ.) η γνωστοποίηση … Dictionary of Greek
γνωρισμοῦ — γνωρισμός making known masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωρισμῷ — γνωρισμός making known masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωρισμόν — γνωρισμός making known masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωρίζω — και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM γνωρίζω, Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω) 1. έχω μάθει, ξέρω κάτι 2. έχω γνωριμία με κάποιον, ξέρω κάποιον 3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάτι 4. καθιστώ γνωστό, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον 5. επαναφέρω στη μνήμη μου,… … Dictionary of Greek