κνωπός

κνωπός

κνωπός, ὁ, = κινώπετον, Nic. Th. 499. 521. 751.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κνώπος — Αρχαία πόλη και μικρός ποταμός της Βοιωτίας. Δεν έχουν εξακριβωθεί οι θέσεις τους …   Dictionary of Greek

  • κινώπετον — κινώπετον, τὸ (Α) 1. δηλητηριώδες ζώο 2. (ειδ.) φίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κνώψ, κνωπός «δηλητηριώδες ζώο. φίδι» σχηματίστηκε με ανάπτυξη τού φωνήεντος ι μεταξύ τών συμφώνων κν και εμφανίζει επίθημα ετον (πρβλ. μάσπ ετον, όρπ ετον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”