- καχ-ελκής
καχ-ελκής, ές, mit bösen Geschwüren, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καχ-ελκής, ές, mit bösen Geschwüren, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καχελκής — καχελκής, ές (Α) αυτός που έχει κακό έλκος, πληγή που δύσκολα θεραπεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου) + ἑλκής (< ἕλκος), πρβλ. δυσ ελκής, ευ ελκής] … Dictionary of Greek