ζα-χρηής

ζα-χρηής

ζα-χρηής, ές (χράω, Andere schreiben ζαχρειής u. führen es auf χρεία zurück, der sich gut zu brauchen weiß, tapfer; nach Suid. auch ζαχρήεις, Arcad. ζαχρῆς), heftig anstürmend, anfallend, ἀνέμων ζαχρηῶν μένος Il. 5, 525 (von Ap. Rh. 1, 1095 u. öfter nachgeahmt); Λυκίων ἀγοὶ ζαχρηεῖς Il. 12, 346, von kampflustigen, muthigen Kriegern, vgl. 360. 13, 664; Hesych. erkl. auch ἐξαπιναῖοι. Nur im plur., doch Nic. Th. 290 steht ζαχρειές adverbial = πάνυ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιζάφελος — ἐπιζάφελος, ον (Α) 1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης… …   Dictionary of Greek

  • ζαχρηής — ζαχρηής, ὲς (Α) 1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («μένος Βορέαο καὶ ἄλλων ζαχρηῶν ἀνέμων», Ομ. Ιλ.) 2. (για πολεμιστές) ανδρείος, ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζαχρηής είναι σύνθετη με α σύνθ. ζα (=δια ) και β σύνθ. χρηής, συνδεόμενο πιθ. με αόρ. έχρα(F)ον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”