ζα-φλεγής

ζα-φλεγής

ζα-φλεγής, ές, sehr feurig, voll Feuer u. Leben, Il. 21, 465; von muthigen Rossen, H. h. 7, 8; nach VLL. übh. sehr leuchtend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φλέγῃς — φλέγω burn pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εριφλεγής — ἐριφλεγής, ές (AM) αυτός που φλέγει πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. επιτ. μόριο ερι + φλεγής (< φλέγω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ζα φλεγής, πυρι φλεγής)] …   Dictionary of Greek

  • ζαφλεγής — ζαφλεγής, ές (Α) (επικ. επίθ.) 1. (για άνδρες που βρίσκονται στην ακμή τους) γεμάτος φλόγα, σφριγηλός, ζωηρός («ἄλλοτε μἐν ζαφλεγέες τελέθουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (για Ίππους) γεμάτος ορμή και ζωντάνια, ορμητικός, πυρώδης 3. αυτός που λάμπει πολύ, ο… …   Dictionary of Greek

  • ημιφλεγής — ές ἡμίφλεκτος* [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φλεγης (< φλέγος, το), πρβλ. ερι φλεγής, πυρι φλεγής] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοφλεγής — κοσμοφλεγής, ές (Μ) αυτός που καταφλέγει, που κατακαίει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φλεγής (< φλέγος, τὸ), πρβλ. βραδυ φλεγής, πυρι φλεγής] …   Dictionary of Greek

  • κρουσιφλεγής — ές και κρουσίφλογος, η, ο αυτός που αναφλέγεται κατά την κρούση («κρουσιφλεγής οβίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρουσιφλεγής < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. κρούσ ις) + φλεγής (< φλέγω), πρβλ. κοσμο φλεγής, πυρι φλεγής, ενώ ο τ. κρουσίφλογος < θ.… …   Dictionary of Greek

  • ομοφλεγής — ὁμοφλεγής, ές (Α) αυτός που καίει, που φλέγει εκ παραλλήλου ή αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φλεγης (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. κοσμο φλεγής] …   Dictionary of Greek

  • περιφλεγής — ές, Α με φλόγες από παντού. Επιρρ. περιφλεγῶς με μεγάλη φλόγα, με μεγάλη δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φλεγής (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. επι φλεγής] …   Dictionary of Greek

  • αειφλεγής — ἀειφλεγής, ές (Α) αυτός που πάντοτε φλέγεται, που βγάζει συνεχώς φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φλεγὴς < φλέγω] …   Dictionary of Greek

  • πυριφλεγής — ές, ΝΜΑ αυτός που φλέγεται σαν τη φωτιά, αυτός που αναδίδει πύρινες φλόγες νεοελλ. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός που ενεργεί με ζέση β) (για τον έρωτα) σφοδρός, δυνατός, φλογερός αρχ. αυτός που παρουσιάζει μεγάλη φλόγωση («πυριφλεγεῑς ὑστέραι»,… …   Dictionary of Greek

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”