γαυλίς, ίδος, ἡ, = γαυλός, Eimer, Opp. Cyn. 1, 126.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαυλίδα — γαυλίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαυλίδα — η (Α γαυλίς) [γαυλός] νεοελλ. η μπρατσέρα αρχ. γαυλός, καρδάρα … Dictionary of Greek