γαυλός

γαυλός

γαυλός, , rundes Gefäß, a) Melkeimer, Od. 9, 223, ἅπαξ εἰρημέν.; Theocr. 5, 58. – b) Schöpfeimer, Her. 6, 119. – c) Bienenkorb, Antiphil. 29 (IV, 404); übh. Krug u. dgl., s. Antiphan. Ath. XI, 500 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γαυλός — γαυλός, ο (Α) 1. αμολγεύς, καρδάρα 2. κουβάς για άντληση νερού 3. οποιοδήποτε σκεύος με στρογγυλό σχήμα 4. κούπα τού κρασιού 5. κυψέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γαυλός και γαύλος θα μπορούσαν να έχουν κοινή προέλευση. Εάν ανάγονται σε ινδοευρ. ρίζα,… …   Dictionary of Greek

  • γαύλος — γαῡλος, ο (Α) εμπορικό φοινικικό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γαυλός* με αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • γαυλός — milk pail masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαῦλος — milk pail masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλοῖς — γαυλός milk pail masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλοί — γαυλός milk pail masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλοῦ — γαυλός milk pail masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλούς — γαυλός milk pail masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλῶν — γαυλός milk pail masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλῷ — γαυλός milk pail masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαυλόν — γαυλός milk pail masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”