καυκαλίς

καυκαλίς

καυκαλίς, ίδος, ἡ, eine doldenartige Gartenpflanze; Nic. Th. 843; Ath. IX, 371 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καυκαλίς — καυκαλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. καυκαλίδα …   Dictionary of Greek

  • καυκαλίς — Tordylium apulum fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκαλίδα — καυκαλίς Tordylium apulum fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκαλίδας — καυκαλίς Tordylium apulum fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκαλίδες — καυκαλίς Tordylium apulum fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκαλίδι — καυκαλίς Tordylium apulum fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκαλίδος — καυκαλίς Tordylium apulum fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκαλίδων — καυκαλίς Tordylium apulum fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκαλίδ' — καυκαλίδα , καυκαλίς Tordylium apulum fem acc sg καυκαλίδι , καυκαλίς Tordylium apulum fem dat sg καυκαλίδε , καυκαλίς Tordylium apulum fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαύκος — ο (AM δαῡκος) 1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν 2. ο υπόγειος βλαστός τού φυτού, το καρότο αρχ. 1. φαρμακευτικό φυτό τής Κρήτης, δαυκί 2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • καυκαλήθρα — και καυκαλίδα, η βοτ. κοινή ονομασία τεσσάρων ελληνικών ειδών τού γένους φυτών τορδύλλιο τής οικογένειας σκιαδοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. καυκαλίς, ίδος + κατάλ. ήθρα, που απαντά στις ονομ. και άλλων φυτών (πρβλ. αρμυρ ήθρα, ξιν ήθρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”