γαυσάπης

γαυσάπης

γαυσάπης, , od. γαύσαπος, , wollenes, zottiges Zeug, Strab. V, 218, das lat. gausapa.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γαυσάπης — και γαύσαπος, ο (Α) χοντρό μάλλινο ύφασμα με τριχωτή επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη από κάποια ινδοευρ. γλώσσα τών Βαλκανίων. Πολύ απίθανη παραμένει η υπόθεση πως πρόκειται για δάνειο από το ακκαδ. guzippu, kuzippu] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”