κατῶ-βλεψ

κατῶ-βλεψ

κατῶ-βλεψ, εἶδος ϑηρίου, Theognost. p. 97, 30, = Vorigem.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ανάβλεψ — (anableps). Γένος μικροκυπρίνων, ψαριών της οικογένειας των κυπρινοδοντιδών. Ζουν στα ποτάμια της τροπικής Αμερικής και κολυμπούν κοντά στην επιφάνεια του νερού με το μισό κεφάλι μέσα και το μισό έξω. Για τον λόγο αυτό τα μάτια τους έχουν… …   Dictionary of Greek

  • κατώβλεψ — κατῶβλεψ, επος και κατωβλέπων, οντος, ὁ και κατωβλέπον, τὸ (Α) κοιλόκερο θηλαστικό με καμπυλωτό αυχένα, κλίση τού κεφαλιού προς τα κάτω και θυσανωτή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + βλεψ (< βλέπω), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. όν.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”