- κατ-ώμαλος
κατ-ώμαλος, steht E. M. 15, 19, wofür E. G. κακώμαλος hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ώμαλος, steht E. M. 15, 19, wofür E. G. κακώμαλος hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εφωμαλίαν — ἐφωμαλίαν και ἐφ ὡμαλίαν (Α) επίρρ. πάπ. περίπου, σχεδόν, κατά μέσον όρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. από τη φράση ἐφ ὡμαλίαν. Η λ. ὡμαλία «μέσος όρος» προήλθε κατ απόσπασιν από σύνθ. τού τύπου αν ωμαλία (< αν ώμαλος)] … Dictionary of Greek