κατ-ώδυνος

κατ-ώδυνος

κατ-ώδυνος, große Schmerzen habend, LXX, v. l. κατόδυνος, vgl. Lob. zu Phryn. 712.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατώδυνος — κατώδυνος, ον (ΑΜ) λυπηρός, δυσάρεστος αρχ. αυτός που έχει μεγάλη θλίψη, μεγάλη στενοχώρια, θλιμμένος, λυπημένος. επίρρ... κατωδύνως (Μ) με μεγάλη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. αν ώδυνος, επ ώδυνος. Το ω λόγω εκτάσεως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”