κατ-ήνεμος

κατ-ήνεμος

κατ-ήνεμος, dem Winde ausgesetzt; Theophr.; Ael. H. A. 4, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατήνεμος — κατήνεμος, ον (Α) ο εκτεθειμένος στον άνεμο («τὰ πρὸς βορέαν καὶ ὅλως κατήνεμα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ήνεμος (< ἄνεμος) το η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. προσ ήνεμος, υπ ήνεμος)] …   Dictionary of Greek

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”