- κατ-ίστημι
κατ-ίστημι, ion. = καϑίστημι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ίστημι, ion. = καϑίστημι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… … Dictionary of Greek
θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… … Dictionary of Greek
σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… … Dictionary of Greek
ant-s — ant s English meaning: forward, before, outer side Deutsche Übersetzung: “Vorderseite, Stirn” Material: O.Ind. ánta ḥ “ end, border, edge “ (therefrom antya ḥ “ the last “); Alb. (*ánta) ana ‘side, end”. Gk. gen. sg. κάταντες ( … Proto-Indo-European etymological dictionary
stā- : stǝ- — stā : stǝ English meaning: to stand Deutsche Übersetzung: ‘stehen, stellen” Note: reduplicated si stü , extended stüi : stī̆ , stüu : stū̆ and st eu Material: A. O.Ind. tiṣṭhati, Av. hištaiti, ap. 3. sg. Impf. a ištata… … Proto-Indo-European etymological dictionary
ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι … Dictionary of Greek
στανιό — το, Ν 1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό) 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι 3. φρ. «με το στανιό» ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν… … Dictionary of Greek
διστάζω — (AM διστάζω) δεν αποφασίζω με ευκολία, έχω επιφυλάξεις, ταλαντεύομαι μσν. νεοελλ. δεν αποφασίζω κάτι νεοελλ. φρ. «δεν διστάζει προ ουδενός» είναι αδίστακτος, δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό αρχ. (παθ. μτχ.) δισταζόμενος, η, ον αμφίβολος, αβέβαιος.… … Dictionary of Greek
καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… … Dictionary of Greek
καταπεριίστημι — (Α) στέκομαι γύρω γύρω από όλες τις πλευρές, περιβάλλω, περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περι ίστημι «στέκομαι γύρω γύρω»] … Dictionary of Greek