κατ-έν-αντι

κατ-έν-αντι

κατ-έν-αντι, dasselbe, LXX; bei Plat. Charm. 155 d haben die meisten codd. κατέναντα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… …   Dictionary of Greek

  • ίψοι — ἴψοι (Α) επίρρ. αιολ. τ. αντί ὑψοῡ ή, κατ άλλους, αντί ὕψοι («ἴψοι δὴ τὸ μέλαθρον ἀέρρετε, τέκτονες ἄνδρες» σηκώστε ψηλά το δοκάρι τής στέγης, μαστόροι, Σαπφ.) …   Dictionary of Greek

  • ταγαρίζα — τὰ, Α προμήθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί ενός αμάρτυρου *ταγαρίδια, υποκορ. τού ταγή «βασιλική δωρεά, σιτηρέσιο» ή, κατ άλλους, αντί τὰ γαρίζα (< *γαρίδιον, υποκορ. τού γάρος)] …   Dictionary of Greek

  • καταμύω — (Α) 1. κλείνω τα μάτια (α. «καταμύει τὰ βλέφαρα», Ξεν. β. «καταμύειν ὑπ ἐκπλήξεως», Φιλόστρ.) 2. αποκοιμιέμαι 3. (κατ ευφημισμόν αντί τού καταθνήσκω) πεθαίνω («ἢν ὁ γέρων μόνον καταμύση», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μύω «κλείνω τα μάτια»] …   Dictionary of Greek

  • ψαρονέφρι — το, Ν η σάρκα τών σφαγίων από τις δύο πλευρές τής σπονδυλικής στήλης κοντά στους νεφρούς, αλλ. ψάρι ή φιλέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι* (II) «φιλέτο από νεφραμιά» + νεφρό, ενώ, κατ άλλους, αντί ψαρονεύρι, κατ επίδραση τού νεφρό] …   Dictionary of Greek

  • αλλοίος — ἀλλοῖος, α, ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος) 1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός 2. (κατ’ ευφημισμό) αντί τού κακός 3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση 4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά (στον… …   Dictionary of Greek

  • ευφρόνη — εὐφρόνη, ἡ (Α) 1. η καλή ώρα (κατ ευφ. αντί η νύκτα) («μακραὶ γὰρ καὶ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσί», Ησίοδ.) 2. φρ. «ἄστρων εὐφρόνη» νύχτα γεμάτη αστέρια 3. (στη γεν. εν. ως επίρρ.) εὐφρόνης κατά τη διάρκεια τής νύκτας 4. (κατά τον Ησύχ.) ευφροσύνη.… …   Dictionary of Greek

  • εύξεινος — ο(ν) (Α εὔξεινος, ον, ιων. τ. τού εὔξενος, ον) φρ. «Εύξεινος Πόντος» ή «Εύξεινος» (κατ ευφ. αντί άξενος) Μαύρη Θάλασσα («ἐξίει πρὸς βορεὴν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον Πόντον», Ηρόδ.) αρχ. (και με τα ουσ. πέλαγος, οἶδμα) φιλικός προς τους… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”