κατά-ληξις

κατά-ληξις

κατά-ληξις, , das Aufhören, S. Emp. adv. phys. 2, 61; das Ende, der Schluß, bes. der Schluß eines Verses, Gramm. u. Schol. oft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… …   Dictionary of Greek

  • λήξη — η (Α λῆξις) [λήγω] η παύση, το τέλος, ο τερματισμός μιας ενέργειας ή μιας χρονικής περιόδου (α. «λήξη μαθημάτων» β. «λήξη απεργίας» γ. «ἐνεργείας λῆξιν λαμβανούσης», Γαλ.) νεοελλ. φρ. «λήξη γραμματίου» η ημερομηνία κατά την οποία η εξόφληση τού… …   Dictionary of Greek

  • λαύξις — λαῡξις (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λῆξις» …   Dictionary of Greek

  • σύλληξις — ήξεως, ἡ, Α 1. σύμπτωση, συνδυασμός με κλήρωση ή κατά τύχην («τύχην ἡγουμένοις αἰτίαν τῆς ξυλλήξεως», Πλάτ.) 2. φρ. «σύλληξις πυκτῶν» η επιλογή πυγμάχων με κλήρωση (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λῆξις (< λαγχάνω «τυχαίνω με κλήρο»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”