κατά-λαλος

κατά-λαλος

κατά-λαλος, der Einem Böses nachredet, N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηχολαλία — η ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής επαναλαμβάνει αυτόματα λέξεις ή φράσεις που προφέρονται από άλλο άτομο, αλλ. ηχοφρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. echolalia < echo (πρβλ. ήχος) + lalia (πρβλ. λαλια < λαλος… …   Dictionary of Greek

  • λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • νυκτιλάλος — ο (Α νυκτιλάλος, ον) αυτός που λαλεί ή ηχεί κατά τη νύχτα («νυκτιλάλος κιθάρη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λάλος (πρβλ. θρηνο λάλος)] …   Dictionary of Greek

  • στωμύλος — η, ο / στωμύλος, ον, ΝΜΑ, και στομύλος, θηλ. και ύλη Α 1. (για πρόσ.) ομιλητικός, λάλος, ευφραδής, εύγλωττος 2. (για λόγο) ευχάριστος, γλαφυρός αρχ. φλύαρος. επίρρ... στωμύλως ΝΜΑ κατά τρόπο που αρμόζει σε στωμύλο, με στωμυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • αμφίλαλος — ἀμφίλαλος, ον (Α) αυτός που κατά την ομιλία του ανακατώνει ξένες λέξεις με τις ελληνικές, που μιλάει σπασμένα Ελληνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + λάλος] …   Dictionary of Greek

  • πατάγημα — τὸ, Α [παταγώ] 1. ισχυρός κρότος, πάταγος 2. (κατά το λεξ. Σούδα) (για πρόσ.) «λάλος καὶ πανοῡργος» …   Dictionary of Greek

  • σκοίθης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «διάβολος, Ἀττικοί λάλος, στωμύλος» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”