πρηνίζω — ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. πρανίζω Α [πρηνής] νεοελλ. βάζω κάποιον με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, δηλ. πρηνηδόν, τόν πιστομίζω μσν. αρχ. 1. καταστρέφω, κατακρημνίζω κάτι («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.) 2. παθ. πρηνίζομαι… … Dictionary of Greek
πρηνίξει — πρηνίζω capsize aor subj act 3rd sg (epic doric) πρηνίζω capsize fut ind mid 2nd sg πρηνίζω capsize fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηνίξουσι — πρηνίζω capsize aor subj act 3rd pl (epic doric) πρηνίζω capsize fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρηνίζω capsize fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηνίξουσιν — πρηνίζω capsize aor subj act 3rd pl (epic doric) πρηνίζω capsize fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρηνίζω capsize fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηνίσω — πρηνίζω capsize aor subj act 1st sg πρηνίζω capsize fut ind act 1st sg πρηνίζω capsize aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηνιχθέντα — πρηνίζω capsize aor part pass neut nom/voc/acc pl πρηνίζω capsize aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηνίξαι — πρηνίζω capsize aor inf act πρηνίξαῑ , πρηνίζω capsize aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηνιχθεῖσα — πρηνίζω capsize aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηνιχθείς — πρηνίζω capsize aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηνιχθῆναι — πρηνίζω capsize aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηνιχθέντες — πρηνίζω capsize aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)