πρηνίζω

πρηνίζω

πρηνίζω, ίσω u. ίξω, att. πρᾱνίζω, was Eust. erklärt ἐπὶ πρόςωπον ῥίπτω, wie πρανιχϑέντα bei Hesych. τὰ ἐπὶ στόμα πεσόντα, – vorwärts od. kopfüber neigen, stürzen; ἐπρήνιξε πόλιν, eine Stadt niederstürzen, von Grund aus zerstören, Euphor. frg. 16; von Menschen, Nonn. D. 11, 221. 18, 299. 23, 88; πρήνιξον, 10, 87; ἅμα νηῒ πρηνιχϑεὶς ὕδασιν ἐγκατέδυν, Isidor. 3 (XII, 532).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πρηνίζω — ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. πρανίζω Α [πρηνής] νεοελλ. βάζω κάποιον με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, δηλ. πρηνηδόν, τόν πιστομίζω μσν. αρχ. 1. καταστρέφω, κατακρημνίζω κάτι («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.) 2. παθ. πρηνίζομαι… …   Dictionary of Greek

  • πρηνίξει — πρηνίζω capsize aor subj act 3rd sg (epic doric) πρηνίζω capsize fut ind mid 2nd sg πρηνίζω capsize fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνίξουσι — πρηνίζω capsize aor subj act 3rd pl (epic doric) πρηνίζω capsize fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρηνίζω capsize fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνίξουσιν — πρηνίζω capsize aor subj act 3rd pl (epic doric) πρηνίζω capsize fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πρηνίζω capsize fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνίσω — πρηνίζω capsize aor subj act 1st sg πρηνίζω capsize fut ind act 1st sg πρηνίζω capsize aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνιχθέντα — πρηνίζω capsize aor part pass neut nom/voc/acc pl πρηνίζω capsize aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνίξαι — πρηνίζω capsize aor inf act πρηνίξαῑ , πρηνίζω capsize aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνιχθεῖσα — πρηνίζω capsize aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνιχθείς — πρηνίζω capsize aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνιχθῆναι — πρηνίζω capsize aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρηνιχθέντες — πρηνίζω capsize aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”