- κατά-λειψις
κατά-λειψις, ἡ, das Zurücklassen, Hinterlassen, Plat. Phaedr. 257 e; Ueberbleibsel, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-λειψις, ἡ, das Zurücklassen, Hinterlassen, Plat. Phaedr. 257 e; Ueberbleibsel, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
σιτολειψία — ἡ, Α σιτοδεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + λειψία < λεῖψις «έλλειψη» (< λείπω), κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek