- κατά-βοῤῥος
κατά-βοῤῥος, dasselbe; ἀπὸ τῶν ἄρκτων κατάβοῤῥος Plat. Critia. 118 b; οἰκία, im Ggstz von πρόςβοῤῥος, Arist. Oec. 1, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-βοῤῥος, dasselbe; ἀπὸ τῶν ἄρκτων κατάβοῤῥος Plat. Critia. 118 b; οἰκία, im Ggstz von πρόςβοῤῥος, Arist. Oec. 1, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υποπαράβορρος — ον, Α ο κάπως εκτεθειμένος στον Βορρά («δένδρα ὑποπαράβορρα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + παρ(α) * + βορρος (< Βορρᾶς), πρβλ. κατά βορρος] … Dictionary of Greek