- κατά-δετος
κατά-δετος, festgebunden; auch subst., ὁ, das Band, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-δετος, festgebunden; auch subst., ὁ, das Band, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
αιχμόδετος — αἰχμόδετος, ον (Α) αυτός που πιάστηκε κατά τον πόλεμο, ο αιχμάλωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμὴ + δετὸς < δέω «δένω»] … Dictionary of Greek
κρατόδετος — κρατόδετος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. αυτός που δένεται στο κεφάλι 2. «κρατόδετον σφενδόνην δεδεμένην τὰ γὰρ ἄκρα τῆς σφενδόνης κεφαλὰς ἐκάλουν». [ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (ὁ/ἡ)) «κεφάλι» + δετός] … Dictionary of Greek