- κατά-ξεσμα
κατά-ξεσμα, τό, bei Suid. Erkl. von μύγμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-ξεσμα, τό, bei Suid. Erkl. von μύγμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξέσμα — το (Α ξέσμα) αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα αρχ. 1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε 2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον» 3. αμυχή, χαραγή 4. η λιθογλυφία 5. απόξεση 6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός β) πρόκληση … Dictionary of Greek