- κατά-γομος
κατά-γομος, überladen, sehr voll; πλοῖον Pol. 9, 43, 6; ἅμαξαι D. Sic. 11, 24; στρατὸς λαφύρων κατάγομος, mit Beute beladen, App. Syr. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-γομος, überladen, sehr voll; πλοῖον Pol. 9, 43, 6; ἅμαξαι D. Sic. 11, 24; στρατὸς λαφύρων κατάγομος, mit Beute beladen, App. Syr. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέργομος — ον, ΜΑ παραφορτωμένος, φορτωμένος περισσότερο από το κανονικό (α. «ἂν μή τις ὑπέργομον ποιήσῃ τὸ πορθμεῑον», Στράβ. β. «μόδιος ὑπέργομος», Επιφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γόμος «φορτίο» (< γέμω), πρβλ. κατά γομος] … Dictionary of Greek
συγγομή — ἡ, Μ πρόσθετο φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γόμος «φορτίο» (< γέμω «γεμίζω»), κατά τα θηλ. σε ή] … Dictionary of Greek