- προ-νέομαι
προ-νέομαι (s. νέομαι), hervorgehen, vorgehen, Opp. Hal. 3, 238.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-νέομαι (s. νέομαι), hervorgehen, vorgehen, Opp. Hal. 3, 238.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προνέομαι — Α προχωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. προ * + νέομαι «πορεύομαι, έρχομαι»] … Dictionary of Greek
προεξενεῖτο — πρό , ἐκ , ἐν ἕννυμι ves plup ind pass 3rd sg προεξενεῖτο , πρό , ἐκ ἐνέζομαι sit in plup ind mp 3rd sg προεξενεῖτο , πρό , ἐκ ἐνίημι send in aor ind mid 3rd sg προεξενεῖτο , πρό , ἐκ ἐνίημι send in plup ind mp 3rd sg προεξενεῖτο , πρό , ἐκ νέομ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυξενεῖτο — προεξενεῖτο , πρό , ἐκ , ἐν ἕννυμι ves plup ind pass 3rd sg προεξενεῖτο , πρό , ἐκ ἐνέζομαι sit in plup ind mp 3rd sg προεξενεῖτο , πρό , ἐκ ἐνίημι send in aor ind mid 3rd sg προεξενεῖτο , πρό , ἐκ ἐνίημι send in plup ind mp 3rd sg προεξενεῖτο ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)