- κατά-κλασις
κατά-κλασις, ἡ, das Zerbrechen, der Bruch, Sp.; bes. Medic., bei denen es auch Verdrehung bedeutet; – ἠχοῦς, das Zerstreuen des Schalles, im Ggstz der ἀνάκλασις, Arist. probl. 11, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-κλασις, ἡ, das Zerbrechen, der Bruch, Sp.; bes. Medic., bei denen es auch Verdrehung bedeutet; – ἠχοῦς, das Zerstreuen des Schalles, im Ggstz der ἀνάκλασις, Arist. probl. 11, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия
κλάση — η (Α κλάσις) [κλώ] θραύση, σπάσιμο, τσάκισμα, τεμαχισμός («πάσας δὲ κλάσεις καὶ διαφορὰς τῶν κύκλων ἐμποιεῖν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. σύνολο προσώπων ή πραγμάτων που αποτελούν μέρος ενός όλου, τάξη, ομάδα, κατηγορία 2. βιολ. μονάδα βιολογικής… … Dictionary of Greek
κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… … Dictionary of Greek
ορθόκλαστο — Πυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων· ο χημικός τύπος του είναι KA1 Si3O8 ή [SiO4 · SiO2 · SiO2] ΑΙ, Κ, με 64,72% SiO2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Οι κρύσταλλοι του παρουσιάζουν διάφορα σχήματα, κυρίως πρίσματα με… … Dictionary of Greek
κολλοειδοκλασία — η ιατρ. διαταραχή τής ισορροπίας τών κολλοειδών τού αίματος κατά τη διάρκεια παθολογικών φαινομένων, όπως τού σοκ, τής ασθματικής κρίσης, τής κνίδωσης κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colloϊdoclasie < colloϊdo (< colloϊde… … Dictionary of Greek
οστεοκλασία — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση κατά την οποία θραύονται ορισμένα οστά για τη θεραπεία παραμορφώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoclasis < ὀστέον / ὀστοῦν + κλάσις (< κλῶ «σπάω»)] … Dictionary of Greek