- κατ-άκουσις
κατ-άκουσις, ἡ, das Hören, Anhören, Arr. An. 5, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-άκουσις, ἡ, das Hören, Anhören, Arr. An. 5, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek