- κατ-άγελος
κατ-άγελος, heerdenreich, Hdn. epim. p. 206.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-άγελος, heerdenreich, Hdn. epim. p. 206.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάγελος — κατάγελος, ον (Α) αυτός που έχει πολλές αγέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + άγελος (< ἀγέλη), πρβλ. απ άγελος] … Dictionary of Greek